νοσηρός — diseased masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρός — ή, ό (Α νοσηρός, ά, όν) 1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος νεοελλ. μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
νοσηρότερον — νοσηρός diseased adverbial comp νοσηρός diseased masc acc comp sg νοσηρός diseased neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρῶν — νοσηρός diseased fem gen pl νοσηρός diseased masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρόν — νοσηρός diseased masc acc sg νοσηρός diseased neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηροί — νοσηρός diseased masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηροῦ — νοσηρός diseased masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρούς — νοσηρός diseased masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρή — νοσηρός diseased fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρήν — νοσηρός diseased fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)